μπαρέτα — η, και μπαρέτο, το είδος σκούφου με τρεις ή τέσσερεις κόγχες, που φορούν οι Ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barretta] … Dictionary of Greek
μπερέτα — η (Μ μπερέτα και περέττα) η μπαρέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. beretta] … Dictionary of Greek